ξεφούσκωτος

ξεφούσκωτος
-η, -ο
ο άδειος από αέρα: Βρήκα όλα τα λάστιχα του αυτοκινήτου ξεφούσκωτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεφούσκωτος — η, ο [ξεφουσκώνω] αυτός που έχει ξεφουσκώσει, που έχει χάσει τον αέρα που περιείχε, άδειος από αέρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”